σχοινοσυντροφιά

σχοινοσυντροφιά
η, Ν
(στην ορειβασία) ομάδα αναρρίχησης εφοδιασμένη με ειδικά σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινί + συντροφιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”